Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διὰ τάχους

См. также в других словарях:

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • τάχος — το, ΝΜΑ [ταχύς] 1. ταχύτητα, γρηγοράδα, γοργότητα 2. φρ. α) «εν τάχει» (λόγ. τ.) γρήγορα, εσπευσμένα β) «όσον τάχος» (λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αρχ. 1. (στη δοτ.) τάχει ταχέως 2. (στην αιτ.) τάχος ταχέως 3. φρ. α) «διὰ τάχους» ή «εἰς… …   Dictionary of Greek

  • κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՂՎԱՂԱԿԻ — ( ) NBH 2 0774 Chronological Sequence: 12c մ. ταχέως, ταχίον, τάχιστα, τάχος, ἑν τάχει, διὰ τάχους cito, celeriter, celerius, citius, citissime ὁξέως velociter παραχρῆμα subito, e vestigio συντόμως concise. Վաղվաղ. փութանակի. ճեպով. իսկ եւ իսկ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • бързость — БЪРЗОСТ|Ь (11), И с. Быстрота, стремительность; поспешность: безаконьны˫а сво˫а стоуды покрыти крѣплѩашесѩ великою бързостию отълоучи ˫авѣ стыдъкоуоумоу и смрадьноуоумоу ожиданию. (συντομίᾳ) КЕ XII, 174а; опожде(н)е бо то луче е(с) и ч(c)тнѣe б҃у …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»